ἐλιποψύχησε

ἐλιποψύχησε
ἐλιποψύ̱χησε , λιποψυχέω
swoon
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λιποψυχώ — άω και έω (AM λιποψυχῶ, έω) 1. λιποθυμώ, χάνω τις αισθήσεις μου («τραυματισθεὶς πολλὰ ἐλιποψύχησε», Θουκ.) 2. χάνω το θάρρος μου, δειλιάζω μσν. 1. χάνω τις δυνάμεις μου, εξασθενώ 2. μέσ. λιποψυχοῡμαι, έομαι λιποθυμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. θα παραγόταν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”